- ηλιοκαμένος
- -η, -οαυτός τού οποίου το δέρμα έχει υποστεί εγκαύματα από τις ακτίνες τού ήλιου ή έχει αλλάξει χρώμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… … Dictionary of Greek
αυαλέος — αὐαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός 2. μαραμένος, ηλιοκαμένος 3. (για τα μάτια) άυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος* με το επίθημα αλέος* (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοκαής — ές (Α ἡλιοκαής, ές) ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καης (< καίω), πρβλ. δια καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
ηλιοκαυτώ — ἡλιοκαυτῶ, έω (Α) είμαι ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτώ (< καυτός < καίω), πρβλ. ιερο καυτώ, ολο καυτώ] … Dictionary of Greek
ηλιοπλήξ — ἡλιοπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) ο Ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + πληξ (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ, αστρο πλήξ] … Dictionary of Greek
ηλιοψημένος — η, ο ο ηλιοκαμένος … Dictionary of Greek
ηλιόβλητος — η, ο (Α ἡλιόβλητος, ον) αυτός που τόν χτυπούν οι ακτίνες τού ήλιου, ο ηλιόλουστος («ἡλιοβλήτους πλάκας», Ευρ.) νεοελλ. (για πρόσ.) ο ηλιοκαμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + βλητός (< βάλ λω)] … Dictionary of Greek
ηλιόκαυτος — και λιόκαυτος και ηλιόκαυστος, η, ο (Α ἡλιόκαυστος, δωρ. τ. ἁλιόκαυστος, ον) ο ηλιοκαμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιόκαυτο ψάρι, χταπόδι ή αστακός ξεραμένα στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτός (< καίω)] … Dictionary of Greek